εξοιδούμαι
Смотреть что такое "εξοιδούμαι" в других словарях:
προεξοιδούμαι — έομαι, Α πρήζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοιδοῦμαι «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
προεξοιδούμαι — έομαι, Α πρήζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοιδοῦμαι «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek